- πηλίκος
- -η, -ον, ΜΑ(ερωτημ. αντων. συσχετική τών τηλίκος, ηλίκος)1. πόσο μεγάλος, πόσο εκτεταμένος (α. «θεωρεῑτε δὲ πηλίκος οὗτος», ΚΔβ. «πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή», Πλάτ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηλίκονβλ. πηλίκοναρχ.ποιας ηλικίας, πόσων ετών.επίρρ...πηλίκωςπόσο πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλίκος και πο-].
Dictionary of Greek. 2013.