πηλίκος

πηλίκος
-η, -ον, ΜΑ
(ερωτημ. αντων. συσχετική τών τηλίκος, ηλίκος)
1. πόσο μεγάλος, πόσο εκτεταμένος (α. «θεωρεῑτε δὲ πηλίκος οὗτος», ΚΔ
β. «πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηλίκον
βλ. πηλίκον
αρχ.
ποιας ηλικίας, πόσων ετών.
επίρρ...
πηλίκως
πόσο πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλίκος και πο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πηλίκος — how great masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκα — πηλίκος how great neut nom/voc/acc pl πηλίκᾱ , πηλίκος how great fem nom/voc/acc dual πηλίκᾱ , πηλίκος how great fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκαι — πηλίκος how great fem nom/voc pl πηλίκᾱͅ , πηλίκος how great fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκον — πηλίκος how great masc acc sg πηλίκος how great neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκων — πηλίκος how great fem gen pl πηλίκος how great masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκως — πηλίκος how great adverbial πηλίκος how great masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκαις — πηλίκος how great fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκη — πηλίκος how great fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκην — πηλίκος how great fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίκης — πηλίκος how great fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”